αγλέουρας

αγλέουρας
ο молочай;

§ να βγάλεις τον αγλέουρα! — заткни глотку!, замолчи!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγλέουρας" в других словарях:

  • αγλέουρας — αγλέουρας, ο και αγκλέουρας, ο ένα δηλητηριώδες φυτό (γαλατσίδα)· χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: Έφαγε τον αγλέουρα (πάρα πολύ). – Να βγάλεις τον αγλέουρα (να βουβαθείς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγλέουρας — και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο 1. Βοτ. κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών 2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αγκλέορας — και αγκλέουρας, ο ο αγλέουρας* …   Dictionary of Greek

  • αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»